- απασπάζομαι
- ἀπασπάζομαι (Α)αποχαιρετώ κάποιον με ασπασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπασπασάμενος — ἀπασπάζομαι take leave of aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπασπάζεσθαι — ἀπασπάζομαι take leave of pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek